ἀπειροκαλία

ἀπειροκαλία
ἀπειροκαλίᾱ , ἀπειροκαλία
ignorance of the beautiful
fem nom/voc/acc dual
ἀπειροκαλίᾱ , ἀπειροκαλία
ignorance of the beautiful
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπειροκαλίᾳ — ἀπειροκαλίαι , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem nom/voc pl ἀπειροκαλίᾱͅ , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειροκαλία — η (AM ἀπειροκαλία) άγνοια του ωραίου, έλλειψη καλαισθησίας αρχ. 1. (πληθ). ἀπειροκαλίαι χυδαιότητες, προστυχιές 2. φρ. «ἀπειροκαλία περὶ χρήματα» χυδαία ασωτία …   Dictionary of Greek

  • ἀπειροκαλίας — ἀπειροκαλίᾱς , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem acc pl ἀπειροκαλίᾱς , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκαλίαι — ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem nom/voc pl ἀπειροκαλίᾱͅ , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκαλίαν — ἀπειροκαλίᾱν , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκαλίαις — ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԲԱՐԵՓՈՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0120 Chronological Sequence: 6c գ. ἁπειροκαλία Անփորձն գոլ բարւոյ. անընտրողութիւն. անյարմարութիւն. միամտութիւն, եւ անմտութիւն. *Ցոյցք հացտուաց՝ փառացի մեծութեան (գործ համարեալ) ... բայց որպէս ունի ճշմարտութիւնն, անբարեփորձութեան. Փիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • απειρόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξέρει το καλό, το ωραίο, ο αγροίκος: Το ντύσιμό της, η επίπλωση του σπιτιού και πολλά άλλα έδειχναν πόσο απειρόκαλη ήταν. Ουσ. απειροκαλία, η κακογουστιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”